δενδροῦ

δενδροῦ
δενδρόω
turn into a tree
pres imperat mp 2nd sg
δενδρόω
turn into a tree
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δένδρου — δένδρον tree neut gen sg δενδρόω turn into a tree pres imperat act 2nd sg δενδρόω turn into a tree imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • μάμπι — το 1. βοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου Colubrina reclinata 2. εμπορική ονομασία τής σκληρής ξυλείας αυτού τού δένδρου, το οποίο έχει φλοιό με σκούρο πορτοκαλί χρώμα και σκούρο καστανό ξύλο με κίτρινη απόχρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου …   Dictionary of Greek

  • μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… …   Dictionary of Greek

  • στύραξ — (I) ακος, ο, ΝΑ, και στύραξ, ἡ, Α βλ. στύρακας. (II) ακος, ο, ΝΑ (στην αρχαιότητα) το κάτω αιχμηρό άκρο τού δόρατος το οποίο έμπηγαν στο έδαφος, ο σταυρωτήρ* αρχ. κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στῠρ αξ (με επίθημα αξ, πρβλ. πίν αξ, χάρ αξ) ανήκει, κατά… …   Dictionary of Greek

  • φελλεύς — έως, ὁ, Α 1. πετρώδες έδαφος 2. ως κύριο όν. Φελλεύς ονομασία πετρώδους περιοχής τής Αττικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής αττικής διαλέκτου, αβέβαιης ετυμολ.. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. φελλ εύς έχει προέλθει από τον τ.… …   Dictionary of Greek

  • φοινικοπώλης — ὁ, Α πωλητής χουρμάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου, ο καρπός τού δένδρου αυτού» + πώλης*] …   Dictionary of Greek

  • φοινικοφόρο — το / φοινικοφόρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. βοτ. είδος τροπικού καλλωπιστικού φυτού μσν. αρχ. αυτός που έχει φοίνικες αρχ. 1. τίτλος αξιωματούχου θρησκευτικού συλλόγου 2. (για νόμισμα) αυτός που φέρει παράσταση τού δένδρου φοίνικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ… …   Dictionary of Greek

  • φοινικόφυλλα — τὰ, Μ τα φύλλα τού δένδρου φοίνικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + φύλλα] …   Dictionary of Greek

  • χαράκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Ρόδου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαλώνος. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”